-
1 персик
персик м 1) (ллод ) το ροδάκινο 2) (дерево ) η ροδακινιά* * *м1) ( плод) το ροδάκινο2) ( дерево) η ροδακινιά -
2 персик
бот. 1. (плод) το ροδάκινο 2. (дерево) η ροδακινέα, η ροδακινιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > персик
-
3 персик
персикм1. (плод) τό ροδάκινο[ν]·2. (дерево) ἡ ροδακινιά, ἡ ροδακινέα. -
4 персиковый
персик||овыйприл1. τοῦ ροδάκινου, τῆς ροδακινιάς:\персиковыйовое дерево ἡ ροδακινιά, ἡ ροδακινέα·2. (о цвете) ροδακινόχρους·3. (из персиков) ἀπό ροδάκινα. -
5 персик
-а α.1. η ροδακινιά.2. το ροδάκινο. -
6 персиковый
επ.της ροδακινιάς• του ροδάκινου•персиковый цветок λουλούδι ροδακιν ιάς•
-ая косточка κουκούτσι ροδάκ.ινου•
-ое дерево η ροδακινιά.
См. также в других словарях:
ροδακινιά — (ροδακινέα η κοινή ή προύνος ο περσικός). Οπωροφόρο δέντρο της υποοικογένειας των προυνοειδών, της οικογένειας των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Δέντρο μέτριων διαστάσεων, ύψους έως 4 μ., έχει βλαστούς που ανοίγουν προς τα έξω και φύλλα βραχύμισχα,… … Dictionary of Greek
ροδακινιά — η δέντρο της οικογένειας των αμυγδαλοειδών· ο καρπός της, ροδάκινο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
βάρβιλος — βάρβιλος, η (Α) η άγρια ροδακινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… … Dictionary of Greek
κομμίωση — Παθολογική έκκριση κόμμεων στα φυτά. Προσβάλλει συχνά οπωροφόρα δέντρα, όπως είναι η ροδακινιά, η βερικοκιά, η κερασιά και η δαμασκηνιά, και οφείλεται σε τραυματισμούς, σε φυσιολογικές διαταραχές, σε μεσολάβηση μυκήτων ή εντόμων. Η κ. της μουριάς … Dictionary of Greek
μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… … Dictionary of Greek
μηλοροδακινιά — η ποικιλία τού δένδρου ροδακινιά που παράγει καρπούς λείους και όχι χνουδωτούς … Dictionary of Greek
περσικία — ἡ, ΜΑ [περσικός] η ροδακινιά … Dictionary of Greek